- παγοποιείο
- το [παγοποιός]εργοστάσιο κατασκευής πάγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοποιείο — το εργοστάσιο όπου κατασκευάζεται τεχνητός πάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοποιός — ο 1. εργάτης σε παγοποιείο, κατασκευαστής τεχνητού πάγου 2. ιδιοκτήτης παγοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek